- αγώνισις
- ἀγώνισις (-εως), η (Α) [ἀγωνίζομαι]αγώνας για έπαθλο, για βραβείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγώνισις — a contending for a prize fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγώνισιν — ἀγώνισις a contending for a prize fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… … Dictionary of Greek
ἀγωνίσεως — ἀγωνίσεω̆ς , ἀγώνισις a contending for a prize fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίσῃ — ἀγωνίσηι , ἀγώνισις a contending for a prize fem dat sg (epic) ἀγωνίζομαι contend for a prize aor subj mp 2nd sg ἀγωνίζομαι contend for a prize fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)